- χιλιοστημόριον
- τό1) см. χιλιοστό[ν]; 2) ничтожное, мизерное количество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιλιοστημόριο — το, Ν 1. το ένα χιλιοστό μιας μονάδας 2. συνεκδ. ελάχιστη ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιοστός + μόριο (πρβλ. τεταρτη μόριο). Η λ., στον λόγιο τ. χιλιοστημόριον, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ.… … Dictionary of Greek